- πρόχυσις
- -ύσεως, ἡ, Α [προχέω]1. ροή προς τα εμπρός, έκχυση («οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο», Ηρόδ.)2. συγκέντρωση ιλύος, λάσπης, έδαφος που σχηματίστηκε από πρόσχωση (α. «πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ύπό τοῡ ποταμοῡ», Ηρόδ.β. «πρόχυσις ἰλυόεσσα», Οππ.)3. έκκριση ιδρώτα («ἡ δι' ὅλου τοῡ σώματος ἐν ἱδρῶτι πρόχυσις», Φίλ.)4. μτφ. ξέσπασμα, έκρηξη («πρόχυσις τῶν παθῶν», Λογγίν.).
Dictionary of Greek. 2013.